- υπερελαφρός
- -ά, -ό / ὑπερέλαφρος, -ον, ΝΑυπερβολικά ελαφρόςνεοελλ.φρ. «υπερελαφρά κράματα»(μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως στην αεροναυπηγική.
Dictionary of Greek. 2013.